- κάθισμα
- το (AM κάθισμα) [καθίζω]το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα»)νεοελλ.1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα»)2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος, κατολίσθηση3. (για πλοία) προσάραξη σε αβαθή νερά ή σε ξέρανεοελλ.-μσν.τροπάριο ή ψαλμός κατά την ανάγνωση ή μουσική εκτέλεση τού οποίου οι εκκλησιαζόμενοι μπορούν να κάθονται, καταβασίαμσν.1. στήριγμα, δοχείου, πυροστιά2. πολιορκία3. τόπος εγκατάστασης, κατοικία4. φρ. «κάθισμα τού ήλιου» — η δύσημσν.-αρχ.κατοικία τού μοναχού, μικρή μονή, σκήτη, κελλίαρχ.1. το μέρος τού σώματος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, τα οπίσθια, οι γλουτοί2. ίζημα, κατακάθι3. επιμέλεια, προσήλωση.
Dictionary of Greek. 2013.